-
1 μητρόθεν
μητρόθεν, von der Mutter her, von Mutterseite; ματρόϑεν Ἀστυδαμείας, Pind. Ol. 7, 24; τὰ μα τρόϑεν, P. 2, 28; ὃν ἐξέϑρεψα μητρόϑεν δεδεγμένη, Aesch. Ch. 739; φυγόντα μητρόϑεν σκότον, Spt. 646; ἦ μητρόϑεν δυςώνυμα λέκτρ' ἐπλήσω, Soph. O. C. 531; Eur. Ion 672; Ar. Ach. 454; καταλέξει ἑωυτὸν μητρόϑεν, Her. 1, 173; Sp., wie Luc. Alex. 11.
См. также в других словарях:
μητρόθεν — (Α μητρόθεν, δωρ. τ. ματρόθεν) 1. επίρρ. από την πλευρά τής μητέρας («ματρόθεν Ἀστυδάμειας», Πίνδ.) 2. από τήν ίδια τη μητέρα ή από το μητρικό χέρι («ὅν ἐξέθρεψα μητρόθεν δεδεγμένη», Αισχύλ.) 3. από την κοιλιά ή από τα σπλάγχνα τής μητέρας.… … Dictionary of Greek